υποτακτικός

υποτακτικός
-ή, -ό / ὑποτακτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και υποταχτικός, -ή, -ό, Ν
[ὑποτάσσω]
το θηλ. ως ουσ. η υποτακτική
γραμμ. η έγκλιση τού ρήματος που παρουσιάζει το περιεχόμενό του ως προσδοκώμενο, που δηλώνει κυρίως επιθυμία και προσδοκία
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο υποτακτικός
ο υπηρέτης («έτσι μιλούσε μόνο στους υπηρέτες, τους υποταχτικούς», Κ. Χατζόπ.)
2. φρ. α) «υποτακτικός λόγος»
γραμμ. η υπόταξη, η διεργασία και το αποτέλεσμα τής σύνδεσης γλωσσικών μονάδων-τμημάτων τού λόγου έτσι ώστε να αποκτούν διαφορετική συντακτική λειτουργία με την εξάρτηση τού ενός από το άλλο
β) «υποτακτικός σύνδεσμος»
γραμμ. σύνδεσμος που συνδέει μια δευτερεύουσα πρόταση με άλλη
γ) «υποτακτική σύνδεση»
γραμμ. σύνδεση με την οποία υποτάσσεται, εξαρτάται μια δευτερεύουσα πρόταση σε μια άλλη
νεοελλ.-μσν.
το αρσ. ως ουσ. εκκλ. λαϊκός ή δόκιμος μοναχός που δέχεται εντολές από μοναχό ή κληρικό σε μοναστήρι
μσν.
1. ευπειθής, υπάκουος·2. φρ. α) «ὑποτακτικὸς σύνδεσμος»
γραμμ. σύνδεσμος που συντάσσεται με υποτακτική (Θωμ. Μ.)
β) «ὑποτακτικὸν ἄρθρον»
γραμμ. η αναφορική αντωνυμία ὅς, , (Γρηγ. Κορ.)
μσν.-αρχ.
αυτός που παίρνει εντολές από άλλον
αρχ.
1. γραμμ. αυτός που τοποθετείται οπωσδήποτε μετά από άλλη λέξη, λ.χ. ο τύπος μοι, σε αντιδιαστολή προς τον τύπο έμοί
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑποτακτικόν
γοητεία, γήτεμα που φέρνει ανθρώπους σε υποταγή
3. φρ. α) «ὑποτακτικαὶ συλλαβαί»
γραμμ. τα συμπλέγματα γμ, κμ, χμ (Απολλ. Δύσκ.)
β) «ὑποτακτικὰ στοιχεῑα»
γραμμ. τα φωνήεντα ι και υ (Διον. Θρ.)
γ) «ὑποτακτικὰ ῥήματα»
γραμμ. ρηματικοί τύποι στην υποτακτική (Απολλ. Δύσκ.)
δ) «ὑποτακτικὸν φωνῆεν»
γραμμ. το δεύτερο φωνήεν μιας διφθόγγου (Μέγα Ετυμολογικόν).
επίρρ...
ὑποτακτικῶς ΜΑ
γραμμ. με εκφορά στην υποτακτική («οὐκ εἶπεν ὄψομαι ὁριστικῶς, ἀλλ' ἐσίδω ὑποτακτικῶς», Σχόλ. Ευρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υποτακτικός, -ή — και ιά, ό και υποταχτικός, ή και ιά, ό 1. αυτός που είναι ταγμένος κάτω από τις διαταγές άλλου. 2. αυτός που υποτάσσεται πρόθυμα, ο πειθαρχικός: Υποταχτικός στρατιώτης. 3. (γραμμ.), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπόταξη (βλ. λ.): Υποτακτική… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποτακτικός — post positive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτακτικά — ὑποτακτικός post positive neut nom/voc/acc pl ὑποτακτικά̱ , ὑποτακτικός post positive fem nom/voc/acc dual ὑποτακτικά̱ , ὑποτακτικός post positive fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτακτικῶν — ὑποτακτικός post positive fem gen pl ὑποτακτικός post positive masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτακτικόν — ὑποτακτικός post positive masc acc sg ὑποτακτικός post positive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτακτικαί — ὑποτακτικός post positive fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτακτικοῖς — ὑποτακτικός post positive masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτακτικοί — ὑποτακτικός post positive masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτακτικοῦ — ὑποτακτικός post positive masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτακτικούς — ὑποτακτικός post positive masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”